- οραματισμός
- οτο να έχει κανείς όνειρα, να οραματίζεται, να ελπίζει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οραματισμός — ο (Α ὁραματισμός) [οραματίζομαι] νεοελλ. 1. το να βλέπει κανείς οπτασίες 2. το να έχει κανείς οράματα, συλλήψεις, προσδοκίες, πόθους, ευγενείς επιδιώξεις για ένα καλύτερο αύριο, σε προσωπικό ή σε γενικότερο επίπεδο 3. όραμα, οπτασία αρχ. εμφάνιση … Dictionary of Greek
ὁραματισμῷ — ὁραματισμός vision masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁραματισμόν — ὁραματισμός vision masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek
ακροαματισμός — ο το να φαντάζεται ή να νομίζει κάποιος ότι ακούει κάτι, ακουστική παραίσθηση, παράκουσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρόαμα (αναλογικά προς λέξεις, όπως οραματισμός κ.ά.)] … Dictionary of Greek
αυτοψία — η (AM αὐτοψία) [αυτόπτης] το να βλέπει κανείς κάτι με τα ίδια του τα μάτια νεοελλ. 1. προσεκτική, επιστάμενη παρατήρηση ή εξέταση 2. η αντίληψη του αντικειμένου της απόδειξης με τις ίδιες τις αισθήσεις του δικαστή μσν. θεολ. ο εκστατικός… … Dictionary of Greek
Πέρεθ Γκαλντός, Μπενίτο — (Pιrez Galdos, Λας Πάλμας, Κανάρια 1843 – Μαδρίτη 1920). Ισπανός πεζογράφος και θεατρικός συγγραφέας, ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος της Ισπανίας του 19ου αι. Πήρε πτυχίο νομικής από το πανεπιστήμιο της Μαδρίτης, πόλη όπου έζησε σχεδόν χωρίς… … Dictionary of Greek
οπτασιασμός — ο το να βλέπει κανείς οπτασίες, το να έχει ψευδαισθήσεις, οραματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)